- προορνιθίαι
- προορνιθίαιthat prevail before the springbirds arrivemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προορνιθίαι — οἱ, Α (ενν. ἄνεμοι) βόρειοι άνεμοι που επικρατούν πριν από τον εαρινό ερχομό τών αποδημητικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀρνιθίας «βόρειος άνεμος που πνέει την άνοιξη»] … Dictionary of Greek